- σακχαροειδής
- -ές, Ν1. όμοιος με ζάχαρη ως προς την όψη και την γεύση2. αυτός που έχει την σύσταση, την χημική σύνθεση και τις ιδιότητες τής ζάχαρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek